- πλουμαρικός
- -ή, -όν, Α [πλουμάριος]1. κεντημένος, πεποικιλμένος, πλουμάτος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλουμαρικόνκεντημένος χιτώνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλουμαρικός — ή, όν, Α πλουμαρικός*, κεντημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πλουμαρικός*] … Dictionary of Greek